ακουτσούρευτος

ακουτσούρευτος
η , ο неурезаниый; несокращённый; необкорнанный (прост.);

τό άρθρο μου δημοσιεύτηκε ακουτσούρευτο — моя статьи опубликована без сокращений


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακουτσούρευτος" в других словарях:

  • ακουτσούρευτος — η, ο [κουτσουρεύω] 1. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τόν κουτσούρεψαν, δεν τού έκοψαν τα άκρα, τα κλαδιά, ακλάδευτος, άκοπος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ελάττωση ή περικοπή, ολόκληρος, ακέραιος …   Dictionary of Greek

  • ακουτσούρευτος — η, ο αυτός που δεν περικόπηκε: Η εργασία του δημοσιεύτηκε και μάλιστα ακουτσούρευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»